- παραπαιδαγωγώ
- -έω, Α1. βοηθώ στη διαπαιδαγώγηση ή στη μόρφωση2. βελτιώνω, μεταβάλλω προς το καλύτερο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραπαιδαγώγησις — ἡ, Α [παραπαιδαγωγώ] βελτίωση που επέρχεται με την αγωγή … Dictionary of Greek